Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) τα φαγητά

  • 1 блюдо

    блюдо с 1) (посуда ) η πια τέλα 2) (кушанье) το φα(γ)η τό, το φα(γ)ί обед из трёх блюд το γεύμα με τρία είδη φαγητά
    * * *
    с
    1) ( посуда) η πιατέλα
    2) ( кушанье) το φα(γ)ητό, το φα(γ)ί

    обе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία είδη φαγητά

    Русско-греческий словарь > блюдо

  • 2 поднос

    поднос м о δίσκος (για φαγητά)
    * * *
    м
    ο δίσκος (για φαγητά)

    Русско-греческий словарь > поднос

  • 3 угощение

    угощение с 1) (действие ) το φίλεμα, το τρατάρισμα; το κέρασμα (вином ) 2) (еда ) τα φαγητά
    * * *
    с
    1) ( действие) το φίλεμα, το τρατάρισμα; το κέρασμα ( вином)
    2) ( еда) τα φαγητά

    Русско-греческий словарь > угощение

  • 4 обед

    обед м 1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό· \обед из трёх блюд το γεύμα με τρία φαγητλ· готовить \обед μαγειρεύω· давать \обед δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι 2) (обеденное время) το μεσημέρι· до \обеда πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι ( π μ)· после \обеда μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ. μ.)· во время \обеда, за г-ом την ώρα του φαγητού
    * * *
    м
    1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό

    обе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία φαγητά

    гото́вить обе́д — μαγειρεύω

    дава́ть обе́д — δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι

    2) ( обеденное время) το μεσημέρι

    до обе́да — πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι (π. μ.)

    по́сле обе́да — μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ.μ.)

    во вре́мя обе́да, за обе́дом — την ώρα του φαγητού

    Русско-греческий словарь > обед

  • 5 домашний

    домашн||ий
    1. прил οἰκιακός, σπιτικός, σπιτίσιος:
    \домашнийее хозяйство τό νοικοκυριό· \домашний телефон τηλέφωνο τοῦ σπιτιού· \домашний адрес ἡ διεύθυνση τοῦ σπιτιού· \домашнийяя хозяйка ἡ νοικοκυρά, ἡ οίκοκυρά· \домашнийяя работница ἡ ὑπηρέτρια· \домашнийие ту́фли οἱ παντόφλες, οἱ παντούφλες· \домашний костюм τό ρούχο τοῦ σπιτιοῦ· \домашний арест ὁ περιορισμός· в \домашнийей обстановке στό περιβάλλον τοῦ σπιτιού· одетый по-\домашнийему μέ τά ρούχα τοῦ σπιτιοῦ·
    2. прил (прирученный, не дикий) κατοικίδιος, οἰκιακός:
    \домашнийее животное τό οἰκιακό ζῶο· \домашнийяя птица τά πουλερικά·
    3. прил (приготовленный дома, не покупной) σπιτίσιος / οίκότευκτος (самодельный):
    \домашнийие обеды τά σπιτίσια φαγητά· \домашний хлеб τό σπιτίσιο ψωμἴ
    4. \домашнийие мн. (семья) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμελιά μου.

    Русско-новогреческий словарь > домашний

  • 6 закуска

    закус||ка
    ж ὁ μεζές, τά ὁρεκτικά, τό προσφάϊ:
    легкая \закуска τό κολατσιό· холодные \закускаки τά κρύα φαγητά· на \закускаку прям., перен γιά μεζέ.

    Русско-новогреческий словарь > закуска

  • 7 из

    из
    (изо) предлог с род. п. ἀπό, ἐκ. ἐξ:
    выходить из театра βγαίνω ἀπό τό θέατρο· приехать из Афин ἔρχομαι ἀπό τήν "Αθήνα· дом из камня σπίτι ἀπό πέτρα, πέτρινο σπίτι· каждый из нас ὁ καθένας ἀπό μϋς· из любопытства ἀπό περιέργεια, χάριν περιέργειας· из зависти ἀπό φθόνο, ἀπό ζήλεια· изо дня в де́нь ἀπό μέρα σέ μέρα, μέρα μέ τή μέρα· из года в год ἀπό χρόνο σέ χρόνο· из бедной семьи́ ἀπό φτωχή οἰκογένεια· одно из двух ἕνα ἀπ· τά δυό· обед из трех блюд γεῦμα μέ τρία φαγητά.

    Русско-новогреческий словарь > из

  • 8 изысканный

    изысканн||ый
    прил λεπτός, ἐξεζητημένος:
    \изысканныйые манеры οἱ λεπτοί τρόποι· \изысканныйые блюда οἱ λιχουδιές, τά ἐκλεκτά φαγητά.

    Русско-новогреческий словарь > изысканный

  • 9 лакомиться

    лаком||иться
    несов λιχουδιάζω, τρώγω νόστιμα φαγητά.

    Русско-новогреческий словарь > лакомиться

  • 10 холодный

    холодн||ый
    прил прям., перен κρύος, ψυχρός:
    \холодныйая вода κρύο νερό· \холодныйая погода κρύος καιρός· \холодныйое пальто́ τό κρύο παλτό, τό παλτό πού δέν ζεσταίνει· \холодный как лед κρύος (σάν) πάγος· поставить в \холодныйое место βάζω σέ κρύο μέρος· \холодныйые блюда τά κρύα φαγητά· \холодный пояс геогр. ἡ ψυχρή ζώνη· \холодныйые отношения οἱ ψυχρές σχέσεις· быть \холодныйым с-кем-л. φέρνομαι μέ ψυχρότητα σέ κάποιον \холодный прием ἡ ψυχρή ὑποδοχή· \холодный взгляд τό ψυχρό βλέμμα· \холодный человек ψυχρός ἄνθρωπος· облить кого́-л. \холодныйой водой а) περεχύνω κάποιον μέ κρύο νερό, б) перен κάμνω σέ κάποιον ψυχρολουσία· ◊ \холодныйая война ὁ ψυχρός πόλεμος· \холодныйое ору́жие τό ἀγχέμαχο ὅπλο.

    Русско-новогреческий словарь > холодный

  • 11 яства

    яства
    мн. τά φαγητά, τά ἐδέσματα

    Русско-новогреческий словарь > яства

  • 12 яства

    [γιάστβα] ουσ. κληθ. τα φαγητά

    Русско-греческий новый словарь > яства

  • 13 яства

    [γιάστβα] ουσ πληθ τα φαγητά

    Русско-эллинский словарь > яства

  • 14 блюдо

    ουδ.
    1. πιατέλλα.
    2. φαγητό, έδεσμα•
    εκφρ.
    как на -е – πολύ ευδιάκριτα, καθαρότατα.

    Большой русско-греческий словарь > блюдо

  • 15 доспеть

    -спеет ρ.σ.
    1. ωριμάζω, γίνομαι καλά•

    фрукты ещё не -ли τα φρούτα ακόμα δεν ωρίμασαν καλά.

    2. παλ. • (για καιρό)• έρχομαι.
    (διαλκ.) γίνομαι (για φαγητά).

    Большой русско-греческий словарь > доспеть

  • 16 закуска

    θ.
    1. κολάτσισμα, τσίμπημα.
    2. εζές, μεζελίκι•

    на -у γι,α μεζέ•

    холодные закускаи πρόχειρα κρύα φαγητά (μεζέδες)•

    легкая закуска το κολατσιό (πρόχειρο φαγητό).

    Большой русско-греческий словарь > закуска

  • 17 кулинария

    θ.
    η μαγειρική. || φαγητά, εδέσματα.

    Большой русско-греческий словарь > кулинария

  • 18 маланьин

    -а, -о
    επ. маланьин счёт μπακάλικος λογαριασμός•

    как на -у свадьбу πάρα πολλά (περίσσια) φαγητά.

    Большой русско-греческий словарь > маланьин

  • 19 наготовить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. ετοιμάζω, εφοδιάζομαι•

    наготовить дрова ни зиму εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα.

    2. (με ποσοτική σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω•

    наготовить на всех гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλοξενούμενους•

    наготовить всякой всячины ετοιμάζω λογιών-λογιών φαγητά.

    εφοδιάζω, προμηθεύω•

    на всех не наготовить όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)•

    на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε από παπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > наготовить

  • 20 неразборчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о.
    1. δυσανάγνωστος, δυσκολοδιάβαστος•

    неразборчивый почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας.

    || ακατάληπτος, δυσκολονόητος, ακατανόητος•

    -ая речь δυσκολονόητη ομιλία.

    2. μη εκλεκτικός, μη απαιτητικός, που δε διαλέγει•

    он неразборчивый в ед αυτός δε διαλέγει φαγητά (δεν είναι ψιλοστό-μαχος).

    || που δεν κάνει διάκριση•

    он -чив в средствах αυτός δεν κάνει διάκριση στα μέσα ή αυτός χρησιμοποιεί όλα τα μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > неразборчивый

См. также в других словарях:

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… …   Dictionary of Greek

  • εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… …   Dictionary of Greek

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»